παροχετεύσεις

παροχετεύσεις
παροχέτευσις
diversion
fem nom/voc pl (attic epic)
παροχέτευσις
diversion
fem nom/acc pl (attic)
παροχετεύω
turn from its course
aor subj act 2nd sg (epic)
παροχετεύω
turn from its course
fut ind act 2nd sg
παροχετεύω
turn from its course
aor subj act 2nd sg (epic)
παροχετεύω
turn from its course
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • πετρελαιαγωγός — Σωλήνωση για τη μεταφορά αργού π. και των παραγώγων του από τους τόπους εξόρυξης και παραγωγής ή από τα λιμάνια άφιξης, στα διυλιστήρια ή στα λιμάνια φόρτωσης. Με πρωτοβουλία του Ροκφέλερ και της Standard Oil, οι πρώτοι πετρελαιαγωγοί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”